- γῆθεν
- γῆθενout ofindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γήθεν — γῆθεν επίρρ. (AM) [γη] από τη γη («Χαῑρε κλῑμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος) αρχ. μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο … Dictionary of Greek
LEMNOS — ins. maris Aegaei, satis fertilis et plana, cum portubus aliquot: ubi Muctedar, Saracenotum Dux, classem amisit, A. C. 916. Zonar. in Hist. Calvis Chronol. etc. Thraciam a Sepr. ab Occasu Athon montem habens, fabuloso Vulcani casu nobilis est,… … Hofmann J. Lexicon universale
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γᾶθεν — γᾶ̱θεν , γῆθεν out of doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγηθέν — σῑγηθέν , σιγάω keep silence aor part pass neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия